Φώκιες

Φώκιες
Oνομάζονται και Φωκιονήσια. Τρία μικρά νησιά στη βόρεια πλευρά της Αστυπάλαιας. Το μεγαλύτερο λέγεται Φωκονήσι, το δεύτερο Άγιος Νικόλαος και το τρίτο Μαξιλάρια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πανίδα — Το σύνολο των διαφόρων ζωικών ειδών που ζουν σε μια καθορισμένη περιοχή σ’ ένα ορισμένο περιβάλλον· ο όρος αποκτά έτσι βιογεωγραφική και οικολογική σημασία. Η ποικιλία και ο πλούτος της π. εξαρτώνται από τον αριθμό των ζωικών ειδών που είναι… …   Dictionary of Greek

  • μονάχους-μονάχους, μεσογειακή φώκια — Σπάνιο είδος φώκιας που ανήκει στο γένος των μοναχών μαζί με τα είδη Monachus tropicalis (μοναχός της Καραϊβικής) και Monachus schauinslandi (μοναχός της Χαβάης). Τα είδη αυτά εντοπίζονται σε θερμές περιοχές της Γης και αντιμετωπίζουν σοβαρά… …   Dictionary of Greek

  • αρκούδα — Κοινή ονομασία για τα σαρκοφάγα πελματοβάμονα ζώα που αποτελούν την οικογένεια των αρκτιδών. Το σώμα τους είναι ογκώδες, μπορεί να έχει μήκος από 1,40 έως 3 μ. και καλύπτεται από μακρύ και πυκνό, αλλά αδρό τρίχωμα. To κεφάλι τους είναι κατά… …   Dictionary of Greek

  • όρκα — (orcinus orca). Κήτος της οικογένειας των δελφινιδών, της υπόταξης των οδοντοκητών. Το σώμα του, μήκους έως περίπου 10 μ., έχει σχήμα ατράκτου· το ραχιαίο πτερύγιο, σε σχήμα δρεπανιού, είναι πολύ ανεπτυγμένο σε ύψος, προπάντων στα ακμαία άτομα,… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Φώκαια — Η βορειότερη από τις ιωνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, η οποία ιδρύθηκε, σύμφωνα με την παράδοση τον 8o αι. π.Χ. από Φωκαείς και Αθηναίους αποίκους, σε έδαφος που είχε παραχωρήσει η αιολική Κύμη. Γνώρισε μεγάλη ακμή κατά την αρχαϊκή εποχή και… …   Dictionary of Greek

  • εξαναδύομαι — ἐξαναδύομαι (Α) (αποθ.) 1. ανεβαίνω στην επιφάνεια τού νερού, αναδύομαι από κάτι («ἀμφὶ δέ μιν φῶκαι... ἀθρόαι εὔδουσιν, πολιῆς ἁλὸς ἐξαναδῡσαι» και γύρω του κοπάδια οι φώκιες κοιμούνται, αφού αναδύθηκαν από την αφρισμένη θάλασσα, Ομ. Οδ.) 2. (με …   Dictionary of Greek

  • κάρα — (Kara). Τοπωνύμιο της Ρωσίας. 1. Ακραίο θαλάσσιο τμήμα (880.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού ωκεανού. Έχει μέσο βάθος 127 μ. και μέγιστο βάθος 620 μ. Ορίζεται από την ακτογραμμή της πεδιάδας της δυτικής Σιβηρίας και από τα νησιά Νέα Γη, Γη του… …   Dictionary of Greek

  • καρχαρίας — Κοινή ονομασία διαφόρων σελαχίων ψαριών της τάξης των σκουαλιμόρφων (σελαχοειδή πλαγιόστομα). Τα ψάρια αυτά χαρακτηρίζονται κυρίως από το κοντό ρύγχος, το πολύ μακρύ και λεπτό σώμα, την απουσία εδραίου πτερυγίου, την παρουσία 5 6 βραγχιακών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”